- κρεατής
- ιά, ί телесный, тельный (о цвете);
κάλτσες κρεατιές — чулки телесного цвета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάλτσες κρεατιές — чулки телесного цвета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεατής — ιά, ί 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος 2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατί το χρώμα τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα ής (πρβλ. θαλασσ ής, κανελ ής)] … Dictionary of Greek
κρεατής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
σαρκόχρους — ουν, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα σάρκας, κρεατής, σαρκόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + χρους (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ουρανό χρους, πορφυρό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ἑλληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek